ανατοκίζω

ανατοκίζω
μετ. ссужать деньги под сложные проценты

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ανατοκίζω" в других словарях:

  • ανατοκίζω — ανατοκίζω, ανατόκισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανατοκίζω — ξανατοκίζω, κεφαλοποιώ τους τόκους, συνυπολογίζω στο κεφάλαιο και τους τόκους για να πάρω τόκο επί του συνόλου …   Dictionary of Greek

  • ανατοκίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, τοκίζω μαζί με το κεφάλαιο και τον τόκο: Στις τράπεζες τα χρήματα των καταθετών ανατοκίζονται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακεφαλαιώνω — (Α και ἀνακεφαλαιοῡμαι, όομαι), επαναλαμβάνω τα προαναφερθέντα τονίζοντας τα κύρια σημεία, κάνω συνοπτική επανάληψη, περίληψη νεοελλ. ενσωματώνω τους τόκους στο κεφάλαιο και ανατοκίζω το νέο ποσόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κεφαλαιοῦμαι. ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»